- στηθοκοπούμαι
- και στηθοκοπιέμαι και στηθοκοπιούμαι, -έομαι, Νχτυπώ το στήθος μου από θλίψη ή από απελπισία, στηθοχτυπιέμαι, στηθοδέρνομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < στήθος + -κοπούμαι / -κοπιέμαι (< -κόπος*), πρβλ. ξυλο-κοπούμαι].
Dictionary of Greek. 2013.